κλειδομανταλώνω

κλειδομανταλώνω
1. κλειδώνω καλά με μάνταλο
2. κλείνω κάτι με ασφάλεια
3. μέσ. κλειδομανταλώνομαι
κλείνω ασφαλώς και με πολλές προφυλάξεις τις εισόδους τού σπιτιού ή τού δωματίου μου, ιδίως από φόβο και για αποφυγή εισόδου κακοποιών («γριά μην καμαρώνεσαι, μην κλειδομανταλώνεσαι», δημ. τραγ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλειδώνω + μανταλώνω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κλειδομανταλώνω — κλειδομαντάλωσα, κλειδομανταλώθηκα, κλειδομανταλωμένος, κλειδώνω και μανταλώνω συνάμα, διπλοκλειδώνω: Ζει μόνη της και κλειδομανταλώνει τις πόρτες της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”